- φλυαρολογία
- φλῠᾱρο-λογία, ἡ,A = φλυαρία, Pl.Ax.369d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλυαρολογία — φλυαρολογίᾱ , φλυαρολογία fem nom/voc/acc dual φλυαρολογίᾱ , φλυαρολογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυαρολογία — ἡ, Α φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαρος + λογία*] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek